Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

χαλκῆ θ

См. также в других словарях:

  • Χάλκη — Sp Chálkė Ap Χάλκη/Chalki L s. ir g tė P. Sporadų ss., mst. C Graikijoje …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • χάλκη — Μεγαλοπρεπής οικοδομή η οποία ανεγέρθηκε από τον Μέγα Κωνσταντίνο. Αποτελούσε τα προπύλαια και την επίσημη είσοδο των βασιλικών ανακτόρων της Κωνσταντινούπολης, στη βορειοανατολική πλευρά του περιβόλου των ανακτόρων προς την πλατεία του… …   Dictionary of Greek

  • χαλκή — Μεγαλοπρεπής οικοδομή η οποία ανεγέρθηκε από τον Μέγα Κωνσταντίνο. Αποτελούσε τα προπύλαια και την επίσημη είσοδο των βασιλικών ανακτόρων της Κωνσταντινούπολης, στη βορειοανατολική πλευρά του περιβόλου των ανακτόρων προς την πλατεία του… …   Dictionary of Greek

  • χαλκῆ — χάλκεος of copper neut nom/voc/acc pl (attic epic) χάλκεος of copper fem nom/voc sg (attic epic) χαλκεύς coppersmith neut acc pl (epic) χαλκεύς coppersmith masc nom/voc/acc dual χαλκεύς coppersmith masc acc sg χαλκεύς coppersmith neut nom pl… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαλκῇ — χάλκεος of copper fem dat sg (attic epic) χαλκῆι , χαλκεύς coppersmith masc dat sg (epic ionic) χαλκοῦς of copper fem dat sg (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαλκῆι — χαλκῇ , χάλκεος of copper fem dat sg (attic epic) χαλκεύς coppersmith masc dat sg (epic ionic) χαλκῇ , χαλκοῦς of copper fem dat sg (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Διάκος, Αλέξανδρος — (Χάλκη 1911 – 1940). Υπολοχαγός του στρατού. Υπήρξε ο πρώτος Έλληνας αξιωματικός που σκοτώθηκε στον Ελληνοϊταλικό πόλεμο, ύστερα από τρεις ανακαταλήψεις ενός οχυρού (1 Νοεμβρίου 1940). Ο ανδριάντας του, έργο του γλύπτη Κ. Βαλσάμη, έχει στηθεί… …   Dictionary of Greek

  • Κρεμαστινός, Δημήτριος — (Χάλκη Δωδεκανήσου 1942 –). Γιατρός, πανεπιστημιακός και πολιτικός. Το 1968 ολοκλήρωσε τις σπουδές του στην ιατρική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, οπότε μετέβη στο πανεπιστήμιο του Χάμερσμιθ στην Αγγλία και πραγματοποίησε μεταπτυχιακό κύκλο… …   Dictionary of Greek

  • Μάνος, Δημήτριος — (Χάλκη Πριγκιποννήσων Κωνσταντινούπολης 1914 –). Εκπαιδευτικός και λογοτέχνης. Σπούδασε στη Θεολογική Σχολή Χάλκης και στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Δίδαξε επί μία εικοσαετία (1935 55) σε ανώτερα σχολεία της Κωνσταντινούπολης… …   Dictionary of Greek

  • Δωδεκάνησα — Νησιωτικό σύμπλεγμα και νομός (2.663 τ. χλμ., 190.071 κάτ.) της περιφέρειας Νοτίου Αιγαίου, με πρωτεύουσα τη Ρόδο. Βρίσκονται στο νοτιοανατολικό τμήμα του Αιγαίου πελάγους. Εκτείνονται Ν της Σάμου και της Ικαρίας έως το Λιβυκό πέλαγος και Α των… …   Dictionary of Greek

  • κάλχη — η (Α κάλχη και χάλκη και χάλχη) ο κοχλίας ή ο έλικας τού ιωνικού κιονοκράνου αρχ. 1. ο κοχλίας τής πορφύρας, το κοχλιοειδές μαλάκιο πορφύρα 2. η πορφύρα, η πορφυρή βαφή που βγαίνει από το μαλάκιο πορφύρα 3. το φυτό χρυσάνθεμο το στεφανωματικό που …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»