-
1 χαλκή
χάλκεοςof copper: neut nom /voc /acc pl (attic epic)χάλκεοςof copper: fem nom /voc sg (attic epic)χαλκεύςcoppersmith: neut acc pl (epic)χαλκεύςcoppersmith: masc nom /voc /acc dualχαλκεύςcoppersmith: masc acc sgχαλκεύςcoppersmith: neut nom pl (attic epic)χαλκοῦςof copper: neut nom /voc /acc pl (attic epic)χαλκοῦςof copper: fem nom /voc sg (attic epic)χαλκοῦςof copper: masc voc sg (doric aeolic)——————χάλκεοςof copper: fem dat sg (attic epic)χαλκῆι, χαλκεύςcoppersmith: masc dat sg (epic ionic)χαλκοῦςof copper: fem dat sg (attic epic) -
2 χάλκη
-
3 χαλκη
-
4 Χαλκη
ἡ Халка ( остров близ Родоса) Thuc. -
5 χάλκη
-
6 χαλκῆ
-
7 χάλκη
χάλκη, ἡ, die Purpurschnecke; eine unbestimmte Blumenart -
8 χαλκῆ
Βλ. λ. χαλκή -
9 χαλκῇ
Βλ. λ. χαλκή -
10 χάλκεος
χάλκεος, έα, [dialect] Ion. - έη (Hom. always - είη (v. χάλκειος)), εον (also εος, εον Il.18.222 (ὄπα χάλκεον Αἰακίδαο, where Zenod. χαλκέην as disyll.), Hdt. (v. infr.): rarely in Trag., A.Ch. 686, S.Fr.534.3,7 (anap.), E. Ion1; [dialect] Aeol., [dialect] Dor. [full] χάλκιος Epich.79, Alc.15.3, SIG 945.6 (Assos, iv B. C.), IGRom.4.1302.35 (Cyme, i B. C./i A. D.), also [dialect] Boeot., cf. χαλκοῦς; [dialect] Att. [full] χαλκοῦς, ῆ, οῦν (IG12.313.55, etc., butAχαλκέων δέλτων Pl.Ax. 371a
codd.); [dialect] Ep. also [full] χάλκειος, v. χάλκειος: ([etym.] χαλκός):— of copper or bronze, brazen, οὐδός, δόμος, τεῖχος, Il.8.15, 18.371, Od.10.4; ἄξων, κύκλα, Il.13.30, 5.723;χ. Ἀράων θάλαμοι Antim.
in PMilan.17.48;χ. καὶ ἀδαμαντίνοις τείχεσι Aeschin.3.84
;ὀδός Astyd.9
, Ister 30; esp. of arms and armour, ἔγχος, ξίφος, Il.3.317, 335;σάκος 7.220
; θώρηξ, χιτών, 13.398, 440;ἔντεα 18.131
, etc.;χαλκέοις ὅπλοις E.Ph. 1359
; alsoλέβητος χαλκέου A.Ch. 686
, cf. E.Cyc. 392; χαλκέοισικάδοις, χαλκέοις δρεπάνοις, S.l.c.; in Trag. mostly [var] contr.,χαλκοῖς βάθροισι Id.OC1591
;χαλκῆς ὑπαὶ σάλπιγγος Id.El. 711
;χαλκῆς ἐκ δέλτου Id.Tr. 683
.b of statues, χ. Ζεύς, χ. Ποσειδέων, a bronze statue of.., Hdt.9.81;χ. ταῦρος Pi.P.1.95
;ἡ χαλκῆ Ἀθηνᾶ D.19.272
;ἱστάναι τινὰ χαλκοῦν Id.13.21
;ἄξιος σταθῆναι χαλκοῦς Arist.Rh. 1410a33
; ; cf. χαλκῆ.c χ. ἀγών a contest for a shield of brass, Pi.N.10.22.2 metaph., brazen, i. e. hard, stout, strong,χάλκεος Ἄρης Il.5.704
, etc. (unless wearing brazen armour, cf. χάλκεοι ἄνδρες Orac. ap. Hdt.2.152); Χαλκοῦς, nickname of Aristomedes, Din. ap. Did.in D.9.57, Philem.1.2 D., Plu.Dem.11;χ. στονόεντ' ὅμαδον Pi.I.8(7).27
;χ. αὐδά Id.Pae.2.100
; χάλκεον ἦτορ a heart of brass, Il.2.490;ὄπα χ. 18.222
; χ. ὕπνος, i. e. the sleep of death, 11.241; χαλκέοισι νώτοις, of Atlas, E. Ion1.3 χαλκῆ μυῖα, a boy's game, a sort of blind-man's-buff, Herod.9a, Poll.9.123.II as Subst., v. χαλκοῦς. [χάλκεοι is disyll. in Hes. Op. 150.]Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χάλκεος
-
11 χαλκήι
χαλκῇ, χάλκεοςof copper: fem dat sg (attic epic)χαλκεύςcoppersmith: masc dat sg (epic ionic)χαλκῇ, χαλκοῦςof copper: fem dat sg (attic epic) -
12 χαλκῆι
χαλκῇ, χάλκεοςof copper: fem dat sg (attic epic)χαλκεύςcoppersmith: masc dat sg (epic ionic)χαλκῇ, χαλκοῦςof copper: fem dat sg (attic epic) -
13 κάλχη
-
14 πυέλιον
-
15 πλαταγή
-
16 στήλη
στήλη, ἡ, dor. στάλα, eine emporstehende Säule, bes. von Stein; dah. Bild der Festigkeit, ὥςτε στήλην ἀτρέμας ἑσταότα, Il. 13, 437; ein Pfeiler zum Aufrechthalten, Stütze, 12, 259; Ἡρακλέος στῆλαι, die Säulen des Herakles, Pind. Ol. 3, 44 I. 3, 30. – Bes. Grabsäule, säulenförmiger Grabstein; ὥστε στήλη μένει ἔμπεδον, ἥτ' ἐπὶ τύμβῳ ἀνέρος ἑστήκει τεϑνηότος, Il. 17, 434; τύμβῳ τε στηλῃ τε, 16, 457, vgl. 675. 11, 371 Od. 12, 14; Her. 2, 102. 4, 87; übertr., στάλαν ϑέμεν, ein Denkmal setzen, im Liede, Pind. N. 4, 81; Plat. Legg. IX, 873 d μήτε στήλαις, μήτε ὀνόμασι δηλοῠντας τοὺς τάφους; Xen. Cyr. 7, 3, 16. – Die Säule am Ende der Rennbahn, um welche man beim Wettfahren herumbiegen mußte; λανϑάνει στήλην ἄκραν παίσας, Soph. El. 734; ὑπ' αὐτὴν ἐσχάτην στηλην ἔχων, 710; so ist auch zu erkl. Lys. bei Ath. XIII, 612 c περὶ τοῠτον τὸν κάπηλον ὡς περὶ στήλην διαφϑείρονται, wo es nicht »Klippe im Meer« zu übersetzen ist. – Uebh. jede von Staatswegen aufgerichtete Säule mit einer Inschrift, Gesetze, Verordnungen, Raths- u. Volksbeschlüsse enthaltend; vgl. Ar. Ach. 727, ἐγὼ δὲ τὴν στήλην, καϑ' ἣν ἐσπεισάμην, μέτειμ', ἵνα στήσω φανερὰν ἐν τἀγορᾷ, u. Av. 1050, ἐὰν μὴ δέχηται κατὰ τὴν στήλην, wo der Schol. erkl. κατὰ τὴν δημοσίαν ἀναγραφήν; Lys. 513 τί βεβούλευται περὶ τῶν σπονδῶν ἐν τῇ στήλῃ παρα γράψαι, u. sonst; Thuc. 5, 56; Grenzsäule, στήλαις διαλαβεῖν τοὺς ὅρους, Dem. 18, 154; vgl. Xen. An. 7, 5, 13; Schand- u. Ehrensäule, Denksäule, στήλας ἱστάναι, Denksäulen errichten, Her. 2, 102. 106. 4, 87; στήλη γεγραμμένη σταϑήσεται, Andoc. 3, 35; ἐν στήλαις ἀναγραφέντες, 1, 51, wo §. 38 καϑέζεσϑαι μεταξὺ τοῠ κίονος, der Säule des Hauses, καὶ τῆς στήλης, ἐφ' ᾑ ὁ στρατηγός ἐστιν ὁ χαλκοῠς steht; μάτην ἐν ταῖς στήλαις ἐστίν, vergeblich ist auf der Säule bekannt gemacht, Isocr. 4, 176. – Vgl. über die χαλκῆ στήλη auf der Akropolis, Lycurg. 117, auf welcher die ἀλιτήριοι καὶ προδόται aufgeschrieben wurden, Funkhänel in der Zeitschrift für Alterthumswissenschaft 1841 Nro. 37; ἐν στήλῃ γεγραμμένα, Plat. Critia. 119 c; κατὰ τοὺς ἐν τῇ στήλῃ νόμους, 120 a; στήλη περὶ τῆς συμπολιτείας, Pol. 2, 41, 12, wie στήλης προγραφείσης συνεπολιτεύετο μετὰ τῶν Ἀχαιῶν ἡ Σπάρτη, 25, 2, 1; dah. παραβαίνειν τοὺς ὅρκους, τοὺς νόμους, τὰς στήλας, 26, 1, 4.
-
17 χρῡσ-άνθεμον
χρῡσ-άνθεμον, τό, Goldblume, eine Pflanze mit goldgelber Blüthe, wie calendula officinalis, auch χρυσανϑές, wahrscheinlich = χάλκανϑος, χαλκῖτις, χάλκη, und durch Buchstabenumstellung κάλχη, das lat. caltha.
-
18 μυῖα
μυῖα, ἡ (nach den Alten von μύω; auch μύα. vgl. musca, Mücke), die Fliege; ἠΰτε μυιάων ἀδινάων ἔϑνεα πολλά, Il. 2, 469, wo die Stechfliege gemeint ist, wie 16, 641; ὡς ὅτε μήτηρ παιδὸς ἐέργει μυῖαν, ὅϑ' ἡδέϊ λέξεται ὕπνῳ, 4, 131, die Stubenfliege, als Bild der dreisten Unverschämtheit u. Keckheit, die sich nicht zurückscheuchen läßt; καί οἱ μυίης ϑάρσος ἐνὶ στήϑεσσιν ένῆκεν, 17, 570. Die Aas- oder Schmeißfliege, 19, 25. 31; die sonst gew. μυῖα στρατιῶτις heißt, Luc. enc. musc. 12; ἀπαμύνειν τὰς μυίας, Ar. Vesp. 597. – Sprichwörtlich ἐλέφαντα ἐκ μυίας ποιεῖν, Luc. enc. musc. extr. u. A.; – μυῖα χαλκῆ, ein Kinderspiel, wie unser Blindekuh, Hesych. (vgl. μυΐνδα).
-
19 κάλχη
-
20 εἰκών
εἰκών, όνος, ἡ ( gen. εἰκοῠς Eur. Hel. 77; acc. εἰκώ Aesch. Spt. 541; Eur. oft u. Her.; acc. plur. εἰκούς Ar. Nubb. 559 Eur. Tr. 1178), das Bild, welches einem Gegenstande gleicht, Ebenbild; ἐχϑίστου δάκους εἰκὼ φέρων, im Schilde, Aesch. Spt. 541; ὡς οὔτε εἰκὼν οὔτε εἴδωλον εἴη Plat. Soph. 264 c; Statue, χρυσῆν εἰκόνα ἀναϑήσειν Phaedr. 235 d, wie Critia. 116 e; χαλκῆ, λιϑίνη, Plut. Dem. 30 Mar. 2; – εἰκὼν γεγραμμένη, Gemälde, Plut. adv. Col. 17. – Gedankenbild, Vorstellung, νοητοῦ ϑεοῠ Plat. Tim. 92 b. – Vergleichung, Gleichniß, Plat. Phaed. 87 b Conv. 215 a; ἄλλην σοι εἰκόνα λέγω Gorg. 493 d; δι' εἰκόνων λέγειν Rep. VI, 487 e. Vgl. Arist. rhetor. 3, 4 u. Rhett. – Acc. εἰκόνα adverbial, nach Art, wie δεσμωτηρίου εἰκόνα, instar, Plat. Crat. 400 c; Long. 1, 11.
См. также в других словарях:
Χάλκη — Sp Chálkė Ap Χάλκη/Chalki L s. ir g tė P. Sporadų ss., mst. C Graikijoje … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
χάλκη — Μεγαλοπρεπής οικοδομή η οποία ανεγέρθηκε από τον Μέγα Κωνσταντίνο. Αποτελούσε τα προπύλαια και την επίσημη είσοδο των βασιλικών ανακτόρων της Κωνσταντινούπολης, στη βορειοανατολική πλευρά του περιβόλου των ανακτόρων προς την πλατεία του… … Dictionary of Greek
χαλκή — Μεγαλοπρεπής οικοδομή η οποία ανεγέρθηκε από τον Μέγα Κωνσταντίνο. Αποτελούσε τα προπύλαια και την επίσημη είσοδο των βασιλικών ανακτόρων της Κωνσταντινούπολης, στη βορειοανατολική πλευρά του περιβόλου των ανακτόρων προς την πλατεία του… … Dictionary of Greek
χαλκῆ — χάλκεος of copper neut nom/voc/acc pl (attic epic) χάλκεος of copper fem nom/voc sg (attic epic) χαλκεύς coppersmith neut acc pl (epic) χαλκεύς coppersmith masc nom/voc/acc dual χαλκεύς coppersmith masc acc sg χαλκεύς coppersmith neut nom pl… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλκῇ — χάλκεος of copper fem dat sg (attic epic) χαλκῆι , χαλκεύς coppersmith masc dat sg (epic ionic) χαλκοῦς of copper fem dat sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλκῆι — χαλκῇ , χάλκεος of copper fem dat sg (attic epic) χαλκεύς coppersmith masc dat sg (epic ionic) χαλκῇ , χαλκοῦς of copper fem dat sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Διάκος, Αλέξανδρος — (Χάλκη 1911 – 1940). Υπολοχαγός του στρατού. Υπήρξε ο πρώτος Έλληνας αξιωματικός που σκοτώθηκε στον Ελληνοϊταλικό πόλεμο, ύστερα από τρεις ανακαταλήψεις ενός οχυρού (1 Νοεμβρίου 1940). Ο ανδριάντας του, έργο του γλύπτη Κ. Βαλσάμη, έχει στηθεί… … Dictionary of Greek
Κρεμαστινός, Δημήτριος — (Χάλκη Δωδεκανήσου 1942 –). Γιατρός, πανεπιστημιακός και πολιτικός. Το 1968 ολοκλήρωσε τις σπουδές του στην ιατρική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, οπότε μετέβη στο πανεπιστήμιο του Χάμερσμιθ στην Αγγλία και πραγματοποίησε μεταπτυχιακό κύκλο… … Dictionary of Greek
Μάνος, Δημήτριος — (Χάλκη Πριγκιποννήσων Κωνσταντινούπολης 1914 –). Εκπαιδευτικός και λογοτέχνης. Σπούδασε στη Θεολογική Σχολή Χάλκης και στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Δίδαξε επί μία εικοσαετία (1935 55) σε ανώτερα σχολεία της Κωνσταντινούπολης… … Dictionary of Greek
Δωδεκάνησα — Νησιωτικό σύμπλεγμα και νομός (2.663 τ. χλμ., 190.071 κάτ.) της περιφέρειας Νοτίου Αιγαίου, με πρωτεύουσα τη Ρόδο. Βρίσκονται στο νοτιοανατολικό τμήμα του Αιγαίου πελάγους. Εκτείνονται Ν της Σάμου και της Ικαρίας έως το Λιβυκό πέλαγος και Α των… … Dictionary of Greek
κάλχη — η (Α κάλχη και χάλκη και χάλχη) ο κοχλίας ή ο έλικας τού ιωνικού κιονοκράνου αρχ. 1. ο κοχλίας τής πορφύρας, το κοχλιοειδές μαλάκιο πορφύρα 2. η πορφύρα, η πορφυρή βαφή που βγαίνει από το μαλάκιο πορφύρα 3. το φυτό χρυσάνθεμο το στεφανωματικό που … Dictionary of Greek